ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δέκα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σε χαρτονομίσματα των δέκα

tizesekben, legyen szíves (tíz fontos bankjegyek)

τα δέκατα

hőemelkedés

το πρωινό σερβίρεται από τις επτά εως τις δέκα το πρωί

éretlen

τον δέκατο έβδομο αιώνα

a 17-dik század

τον δέκατο ένατο αιώνα

a 19-dik század

τον δέκατο όγδοο αιώνα

a 18-dik század

12