ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βόλος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βόλος

csomó

δισκοβόλος

diszkoszvető

κεραυνοβόλος έρωτας

szerelem első látásra

φυλλοβόλος

lombhullató◼◼◼

φωτοβόλος

csillogó