ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lombhullató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lombhullató

φυλλοβόλος◼◼◼

lombhullató erdő

δάσος φυλλοβόλων

lombhullató fa

πλατύφυλλο δέντρο

φυλλοβόλο δέντρο

Το ιστορικό σας