ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βαθμός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βαθμός

csúcs

rendű

részlet

szem

tarifa

fokszám

osztályzat

βαθμός (ο)

osztályzat, fok: βαθμός

βαθμός οξύτητας

savassági fok

επίπεδο (βαθμός) αποδοτικότητας (αποτελεσματικότητας)

hatékonysági szint

σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός

pont

12