ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αρ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρπακτικά πουλιά

ragadozó madár

αρπακτικός

ragadozó

αρπαχτή

szerzemény

άρπυια

hárpia◼◼◼

αρραβώνας

eljegyzés

αρραβωνιασμένος / αρραβωνιασμένη

foglalt

άρρενας

férfi

hím

αρρενωπότητα

férfiasság◼◼◼

άρρην

férfi◼◼◼

άρρητος

irracionális

άρρητος αριθμός

irracionális szám

Άρρητος αριθμός

Irracionális szám

αρρυθμία

aritmia

αρρωσταίνω (αρρωστήσω)

megbetegszik

αρρωστημένος

beteg

beteges

αρρώστια

betegség◼◼◼

kór

αρρώστια (aróstia)

kór

άρρωστος

beteg

páciens

άρρωστοσ

beteg

αρσενικό (arsenikó)

arzén◼◼◼

Αρσενικό (χημικό στοιχείο)

Arzén◼◼◼

αρσενικός

férfi◼◼◼

hím◼◼◻

férfias

hímnem

hímnemű

άρση βαρών

súlyemelés

αρσιβαρίστας

súlyemelő

Άρτεμη

Artemisz

Αρτεμίδα

Artemisz

αρτεμισία

üröm◼◼◼

αρτηρία

artéria◼◼◼

ér

ütőér

verőér

αρτίγονος

fennálló

91011