ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αρχικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρχικός

eredeti◼◼◼

kezdeti◼◼◻

αισθησιαρχικός

szenzációhajhász

αναρχικός

anarchista

απολυταρχικός

tekintélyelvű

ιεραρχικός

hierarchikus◼◼◼

πρωταρχικός

◼◼◼

első

πρωταρχικός (-ή-ό)

elsődleges◼◼◼

φεουδαρχικός

feudális