ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αρχή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρχή της βιωσιμότητας

fenntarthatósági elv

αρχή της προφύλαξης

elővigyázatossági elv◼◼◼

αρχή της συνεργασίας

együttműködési elv◼◼◼

Αρχή του Αρχιμήδη

Arkhimédész törvénye

απαρχή

kezdet◼◼◼

από την αρχή

újból◼◼◼

αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο

hatósági testület

αστυνομική εξουσία (αρχή)

rendőri hatalom

για αρχή θα πάρω τη σούπα και για κυρίως θα πάρω τη μπριζόλα

első fogásnak levest kérek, és főételnek steaket

ελεγκτική αρχή

ellenőrző hatóság◼◼◼

εξαρχής

ismét◼◼◼

először

επίπεδο δημοτικής αρχής

önkormányzati szint

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή (Γερμανία)

regionális hatóság

vidéki hatóság

vidéki/regionális hatóság

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή [Γερμανία]

regionális hatóság

vidéki hatóság

vidéki/regionális hatóság

η αρχή

elv◼◼◼

eleje

η αρχή, (megkezdés) η έναρξη, το ξεκίνημα, η απαρχή

kezdet◼◼◼

καταρχήν

elsősorban◼◼◼

eleve◼◼◻

νομοθετική αρχή

törvényhozó hatóság◼◼◼

ομοσπονδιακή αρχή

szövetségi hatóság◼◼◼

περιβαλλοντική πολιτική της δημοτικής αρχής (του δήμου)

önkormányzati környezetpolitika

περιφερειακή αρχή

regionális hatóság◼◼◼

στην αρχή

először◼◼◼

az elején◼◼◻

eredetileg◼◼◻

eleinte◼◼◻

το νοίκι πληρώνεται στην αρχή κάθε μήνα

a fizetés havonta, előre történik

12