ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποστράγγιση/αποξήρανση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποστράγγιση/αποξήρανση

lecsapolás

(απο)στράγγιση/αποξήρανση/ύδατα αποχετεύσεων

drénezés