ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

απλώνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
απλώνω

terjed

ξαπλώνω (-σω), είμαι ξαπλωμένος (-η-ο)

fekszik

ξαπλώνω (-σω) (alvás céljából) πηγαίνω (πάω, πήγα) για ύπνο

lefekszik

Το ιστορικό σας