ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανθρώπινος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανθρώπινος

emberi◼◼◼

ember

ανθρώπινος (-η-ο)

emberséges

ανθρώπινος πληθυσμός

emberi populáció

lakosság