ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αμφισβητώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αμφισβητώ

kikérdez

kérdés

kétségbe von

αμφισβητώντας

kérdő◼◼◼