ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έκταση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προέκταση

extrapoláció◼◼◻

kiterjesztés◼◼◻

kiegészítő◼◻◻

bővítés◼◻◻

πρόσβαση του κοινού σε έκταση γης

földhöz való hozzáférés

Πρότυπο:Επέκταση

Sablon:Csonk

χορτο(ποο-)λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας

füves terület

12