ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bővítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bővítés

επέκταση◼◼◼

έκταση

προέκταση

bővítési politika

πολιτική διεύρυνσης◼◼◼

bővítési program

πρόγραμμα (για τη) διεύρυνση(ς)

Το ιστορικό σας