ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έαρ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έαρ

tavasz

έαρ (éar)

tavasz

κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα

öböl

μία χελιδών έαρ ου ποιεί

egy fecske nem csinál nyarat

φρέαρ

akna◼◼◼

bányaakna◼◼◻

liftakna◼◼◻

öböl

φρέαρ (fréar)

kút◼◼◼

φρέαρ/πηγάδι

kút