ελληνικά | ουγγρικά |
---|
(őszibarack) το ροδάκινο, (sárgabarack) το βερίκοκο | barack |
(elősegít) συμβάλλω (συμβάλω) | hozzájárul |
(először) πρώτα, (korábban) πριν | előbb |
(ijedős) φοβητσιάρης-α-ικο, (félénk) ντροπαλός-ή-ό, δειλός-ή-ό, άτολμος (-η-ο) | gyáva |
(lehetőség) η ευκαιρία, (ürügy) η αφορμή | alkalom |
(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση | hozzájárulás |
(alsószintű középiskola) το γυμνάσιο, (felsőszintű középiskola) το λύκειο | gimnázium |
kötőszó πως, ότι | hogy |
δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα | nincs lehetőségem nemet mondani |