ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

őr σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(őrült) τρελός-ή-ό, (idétlen) ζουρλός-ή-ό, μουρλός-ή-ό, (hülye) ο βλάκας

bolond

(előrelépés) η πρόοδος

haladás

(vhova rövid időre) περνώ (-άω, περάσω)

beugrik