ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

áll σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(állapot) η κατάσταση

helyzet

(állat) το σαλιγκάρι

csiga

(állásból) απολύω (-σω)

elbocsát

(szállodában) η διατροφή

ellátás

(autóé) το τιμόνι, (államé) η κυβέρνηση

kormány

I. (pl. szállodában) το μπαρ II. (noha) αν και

bár

άλλος (állos)

másik◼◼◼

más◼◼◼

γάλλιο (gállio)

gallium◼◼◼

θάλλιο (thállio)

tallium◼◼◼