Ungersk-Grekisk ordbok »

vér betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vér

αίμα (aíma)◼◼◼

Vér

Αίμα◼◼◼

vér ólomszintje

επίπεδο μολύβδου στο αίμα

véradó

αιμοδότης

véralvadásgátló

αντιπηκτικό◼◼◼

αντιθρομβωτικό◼◻◻

vérbaj

σύφιλη

vérbosszú

βεντέτα◼◼◼

αψιμαχία

vércse

κιρκινέζι◼◼◼

κιρκινέζι (kirkινéζι)◼◼◼

vércsoport

ομάδα αίματος◼◼◼

vércukor

γλυκαιμία

véreb

λαγωνικό

véredény

αγγείο

αιμοφόρο αγγείο

φλέβα

véres

αιματηρός

αιμόφυρτος

ματωμένος

vérfarkas

λυκάνθρωπος

λυκάνθρωπος (lykánthrōpos)

vérfertőzés

αδελφομιξία

αιμομιξία

vérhas

δυσεντερία

vérkeringés

κυκλοφορία◼◼◼

vérlemezke

αιμοπετάλιο

vérmérgezés

σηψαιμία◼◼◼

vérnyomásmérő

πιεσόμετρο◼◼◼

vérontás

αιματοκύλισμα

αιματοχυσία

αφαίμαξη

vérpad

ικρίωμα

vérrokon

σχέση

vérrög

θρόμβος

vérsavó

ορός◼◼◼

vérszegény

αναιμικός

vérszegénység

αναιμία◼◼◼

vérszomjas

αιμοδιψής

vértanú

μάρτυρας

12