Ungersk-Grekisk ordbok »

vén betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vidéki/regionális törvény

επαρχιακό/περιφερειακό δίκαιο (Γερμανία)

επαρχιακό/περιφερειακό δίκαιο [Γερμανία]

virágos növény

φανερόγαμα

virágos növények

αγγειόσπερμα

καλλωπιστικά φυτά

virágtalan növény

κρυπτόγαμα

végrehajtási törvény

εκτελεστικός νόμος◼◼◼

végérvényes

οριστικός◼◼◼

τελειωτικός

vészhelyzet törvény

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vízi növény

υδρόβιο φυτό

átviteli függvény

συνάρτηση μεταφοράς◼◼◼

érvény

ισχύς◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

σώμα◼◻◻

érvényes

έγκυρος (-η-ο)◼◼◼

διαθέσιμος◼◻◻

ισχύω

érvényesség

ισχύς◼◼◼

εγκυρότητα◼◼◼

κύρος◼◼◻

δύναμη

νόμισμα

érvényesít

άσκηση◼◼◼

érvényesítés

επιβεβαίωση◼◼◼

érvénytelen

άκυρος◼◼◼

érvénytelenség

ακυρότητα◼◼◼

érvénytelenít

ακύρωση◼◼◼

διαγραφή◼◻◻

ακυρώνω

érvénytelenítés

ακύρωση◼◼◼

ανάκληση◼◼◻

önkormányzati törvény

δημοτικό δίκαιο/δίκαιο τοπικής αυτοδιοίκησης

öntvény

γύψος

örvény

δίνη

στροβιλισμός

örvény (turbulancia)

αναταράξεις

ösvény

ατραπός

διαδρομή

πεζόδρομος

6789