Ungersk-Grekisk ordbok »

vén betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
törvény

καταστατικό◼◻◻

νομοθέτημα◼◻◻

ατομικές διοικητικές πράξεις

διαθήκη

törvénycikk

άρθρο◼◼◼

(törvény)cikkely

άρθρο (árthro)

törvényes

νόμιμος◼◼◼

νομικός◼◻◻

θεμιτός◼◻◻

törvényesen

νομίμως◼◼◼

νόμιμα◼◼◻

νομικά◼◻◻

törvényesen védett jog

έννομο δικαίωμα

törvényesség

νομιμότητα◼◼◼

törvényhozó

νομοθέτης◼◼◼

törvényhozó hatóság

νομοθετική αρχή◼◼◼

törvényhozói információ

νομοθετική ενημέρωση/πληροφόρηση επί

törvényhozói kompetencia

νομοθετική αρμοδιότητα

törvényhozók

νομοθετικό σώμα

törvényi

νομικός◼◼◼

törvényjavaslat

νομοσχέδιο◼◼◼

törvénymódosítás

τροποποίηση νόμου

törvényszék

δικαστήριο◼◼◼

törvénysértés

παράβαση◼◼◼

παραβίαση◼◻◻

κάταγμα

παράβαση/παραβίαση/κάταγμα

törvénytelen

παράνομος◼◼◼

παράνομος (-η-ο)◼◼◼

άνομος

έκνομος

αθέμιτος

törvénytervezet

νομοσχέδιο◼◼◼

σχέδιο νόμου◼◼◼

vadnövény

άγριο φυτό

van érvényes vezetői engedélye?

έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει;

versenytörvény

δίκαιο του ανταγωνισμού

veszélyes árukra vonatkozó törvény

νόμος (νομοθεσία) περί επικίνδυνων εμπορευμάτων

veszélyeztetett növényfajok

φυτικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση)

φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]

5678

Sökhistorik