Ungersk-Grekisk ordbok »

terület betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
terület

έδαφος (το)◼◼◼

ζώνη◼◼◼

έκταση◼◼◼

τμήμα◼◼◻

σημείο◼◼◻

μέρος◼◼◻

θέση◼◼◻

επιφάνεια◼◼◻

περιφέρεια◼◼◻

τόπος◼◼◻

χώρος◼◼◻

διαμέρισμα◼◼◻

εμβαδόν◼◼◻

τομέας◼◼◻

τοποθεσία◼◼◻

γη◼◼◻

δήμος◼◼◻

διάσταση◼◼◻

σφαίρα◼◻◻

εμβέλεια◼◻◻

εμβαδό◼◻◻

αγρός◼◻◻

βυθός◼◻◻

χωράφι

συνοικία

εδαφικός

πλατεία

επικράτεια/έδαφος/περιοχή

Terület

Έκταση◼◼◼

terület, városrész

περιοχή, η

terület-visszaszerzés

έγγειες βελτιώσεις/αξιοποίηση γαιών

területfejlesztés

κτηματική (οικοδομική) ανάπτυξη (της γης)

területi

εδαφικός◼◼◼

περιφερειακός◼◻◻

τοπικός◼◻◻

területi tervezés

φυσικός σχεδιασμός

területrehabilitáció

αποκατάσταση γαιών (του εδάφους)

antropológiai védett terület

προστατευόμενη περιοχή για ανθρωπολογικούς λόγους

be nem épített terület

μη δομημένη (αδόμητη) περιοχή

beépített terület

δομημένη περιοχή◼◼◼

12