Ungersk-Grekisk ordbok »

szakma betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
szakma

επάγγελμα◼◼◼

επάγγελμα (epángelma)◼◼◼

ανταλλαγή◼◻◻

ειδικότητα◼◻◻

εργασία◼◻◻

εμπόριο

δουλειά

szakmabeli

ανταλλαγή◼◼◼

szakmai

επαγγελματίας◼◼◼

επαγγελματικός◼◼◼

προσφορά◼◼◻

ειδικός◼◻◻

έκτακτος◼◻◻

ακαδημαϊκός◼◻◻

szakmai gyakorlaton vagyok

είμαι ασκούμενος

szakmailag

επαγγελματικά◼◼◼

bank szakma

τραπεζικές εργασίές

festőszakma

επιχειρήσεις (κλάδος) βαφής

információs technológiai szakma

it (information technology)

pénzügyi szakma

οικονομικές υπηρεσίες

reklám szakma

διαφήμηση

számítógépes szakma

υπολογιστές

üzleti szakma

εμπόριο λιανικής