Ungersk-Grekisk ordbok »

sző betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
hímvessző

ψωλή

kisszőnyeg

χαλάκι

masszőr

μασέρ◼◼◼

μασέζ

metszőfog

κοπτήρας◼◼◼

τομεύς

metszőkés

κοφτερό μαχαίρι

metszőpont

διασταύρωση

σταυροδρόμι

τομή

Nyílvessző

Βέλος

nyílvessző

βέλος

Nyílvessző csillagkép

Βέλος (αστερισμός)

padlószőnyeg

μοκέτα◼◼◼

pontosvessző

ερωτηματικό◼◼◼

άνω τελεία◼◻◻

tetszőleges

αυθαίρετο◼◼◼

αυθαίρετος◼◼◻

Tetszőleges hozzáférésű memória

Μνήμη τυχαίας προσπέλασης

tizedesvessző

υποδιαστολή◼◼◼

σημείο◼◻◻

στιγμή

τελεία

vessző

κόμμα◼◼◼

βέργα

υποστιγμή

Vessző

Κόμμα (στίξη)◼◼◼

áttetsző

ημιδιαφανής◼◼◼

διαφανής◼◻◻

üsző

δαμαλίδα◼◼◼

αγελαδίτσα

δαμάλα

δαμαλίς

12