Ungersk-Grekisk ordbok »

sző betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
sző

ύφανση◼◼◼

υφαίνω

szőke

ξανθός

ξανθός-ή/ιά-ό

sző

σταφίδα◼◼◼

σταφύλι (stafíli)◼◼◼

άμπελος◼◼◼

szőlőcukor

γλυκόζη◼◼◼

szőlőrigó

κοκκινότσιχλα◼◼◼

szőlőskert

αμπέλι

αμπελώνας

szőlőszem

σταφύλι

szőlőtermelés

αμπελουργία◼◼◼

szőlőzsír

λιποζάν

szőnyeg

τάπητας (tápitas)◼◼◼

στρώμα◼◻◻

κιλίμι

μοκέτα

szőr

μαλλί◼◼◼

τρίχα◼◻◻

γούνα

κόμη

szőrme

γουνόδερμα◼◼◼

γούνα◼◼◼

τρίχωμα

szőrmeipar

κατασκευή γουνοδερμάτων/γουνοδέρματα

szőrszál

τρίχες◼◼◼

szőrtelenítő

αποτριχωτικό◼◼◼

szőrzet

τρίχωμα◼◼◼

τρίχες◼◻◻

szőrös

τριχωτός

allergiás vagyok a szőrökre

είμαι αλλεργικός στις τρίχες

böngésző

πρόγραμμα περιήγησης◼◼◼

elenyésző

ελάχιστος◼◼◼

elősző

πρόλογος

Hasfelmetsző Jack

Τζακ ο Αντεροβγάλτης

hímvessző

πέος

πούτσα

πούτσος

φαλλός

12