Ungersk-Grekisk ordbok »

rendel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
rendelet

διατάζω

διατάσσω

τάγμα

rendeletek

κανονισμοί◼◼◼

κανονισμός◼◼◻

ρύθμιση

rendelhetnék egy új csekkönyvet, kérem?

θα μπορούσα να παραγγείλω ένα καινούργιο βιβλιάριο επιταγών παρακαλώ

rendelhetnék még kontaktlencsét?

μπορώ να παραγγείλω και άλλους φακούς επαφής;

rendelkezés

διάθεση◼◼◼

απαλλαγή◼◼◻

τρόφιμα◼◼◻

εντολή◼◼◻

διανομή◼◼◻

διαταγή◼◼◻

διοίκηση◼◼◻

αποκομιδή◼◻◻

rendelkezik

διάταγμα◼◼◼

ψήφισμα◼◼◻

rendellenes

ανώμαλος◼◼◼

rendellenesen

ανώμαλα◼◼◼

rendellenesség

ανωμαλία◼◼◼

διαταραχή◼◼◻

παρατυπία◼◻◻

αταξία◼◻◻

rendelő

ιατρείο◼◼◼

rendeltetés

χρήση◼◼◼

αποστολή◼◼◼

λειτουργία◼◼◻

διαδικασία◼◼◻

χρησιμοποίηση◼◻◻

συνάρτηση◼◻◻

χρησιμότητα◼◻◻

ορισμός◼◻◻

λειτουργώ

rendelünk egy kis italt a szünetben?

να παραγγείλουμε ποτά για το διάστημα;

(+ tárgyeset) rendelkezik vmivel

διαθέτω

alárendelés

εξάρτηση◼◼◼

alárendelt

δευτερεύων◼◼◼

εξαρτημένος◼◼◻

υποτελής◼◼◻

123