Ungersk-Grekisk ordbok »

köt betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
köt

δεσμός◼◼◼

(pulóvert) πλέκω (-ξω)

αναδένω

δένω

πλέκω

συνδέω

köteg

δέσμη◼◼◼

δέμα◼◻◻

μάτσο

kötelem

υποχρέωση◼◼◼

köteles

αντικείμενο◼◼◼

υποκείμενος◼◼◼

υπόχρεος◼◼◼

υποκείμενο◼◼◻

θέμα◼◼◻

υπόλογος◼◻◻

εν ενεργεία◼◻◻

υπήκοος◼◻◻

άλμα

kötelesség

πρέπει◼◼◼

υποχρέωση◼◼◼

καθήκον◼◼◻

καθήκον (kathíkon)◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

η υποχρέωση◼◼◻

χρέος

kötelez

υποχρεώνω

kötelezettség

υποχρέωση◼◼◼

δέσμευση◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

καθήκον◼◼◻

καταγγελία◼◻◻

χρέος◼◻◻

λόγος◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

χρέωση◼◻◻

φορτίο◼◻◻

ομόλογο◼◻◻

υπόσχεση◼◻◻

12