Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
περιορισμός▼◼◼◼
πίεση▼◼◼◼
εξαναγκασμός▼◼◻◻
ισχύς▼◼◻◻
βία▼◼◼◼
αναγκάζω▼
αναγκάζω (-σω)▼
δύναμη▼
εκβιάζω▼
υποχρεώνω▼
εξαναγκασμός▼◼◼◻
↑