Maďarčina-Gréčtina slovník »

kényszer znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
kényszer

περιορισμός◼◼◼

πίεση◼◼◼

εξαναγκασμός◼◻◻

ισχύς◼◻◻

kényszerít

βία◼◼◼

αναγκάζω

αναγκάζω (-σω)

δύναμη

εκβιάζω

υποχρεώνω

kényszerít (→ αναγκάζομαι kényszerül, kénytelen)

αναγκάζω

kényszerítés

βία◼◼◼

εξαναγκασμός◼◼◻