Ungersk-Grekisk ordbok »

foglal betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
foglal

επιφύλαξη◼◼◼

βιβλίο◼◻◻

εφεδρεία◼◻◻

στοίχημα

τόμος

(leköt) κλείνω (-σω), κάνω κράτηση (+ για vmit)

foglalat

υποδοχή◼◼◼

ντουί◼◼◻

ρευματοδότης◼◼◻

foglalhatok itt egyet?

μπορώ να κλείσω εισητήρια εδώ;

foglalj helyet; foglaljatok helyet

κάθισε / καθίστε

foglaljon helyet!

καθίστε, παρακαλώ!

foglalkozik

διεύθυνση◼◼◼

ασχολούμαι (-ηθώ)

νοιάζομαι

foglalkoztat

πρόσληψη◼◼◼

απασχολώ (-ήσω)

foglalkoztatottság

απασχόληση◼◼◼

εργασία◼◻◻

χρήση◼◻◻

πρόσληψη

foglalkoztatottsági szerkezet

δομή της απασχόλησης

foglalkoztatottsági szint hatása

επίπτωση στο επίπεδο απασχόλησης

foglalkoztatás

απασχόληση◼◼◼

εργασία◼◼◻

χρήση◼◻◻

πρόσληψη◼◻◻

δουλειά

ενασχόληση

εργοδοσία

foglalkozás

επάγγελμα◼◼◼

επάγγελμα (το)◼◼◼

εργασία◼◼◻

απασχόληση◼◼◻

κατοχή◼◻◻

ενασχόληση

κατάληψη

foglalkozásbiztonsági szabályozás

κανονισμός (προδιαγραφή) για την ασφάλεια στην εργασία

foglalkozási betegség

επαγγελματική ασθένεια◼◼◼

foglalkozási biztonság

εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία

12