Ungersk-Grekisk ordbok »

felkel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
felkel

(ágyból) σηκώνομαι (-θώ)

σηκώνομαι

felkelt

αφυπνίζω

διεγείρω

ξυπνώ

felkelés

εξέγερση◼◼◼

(népé) η εξέγερση

επαναστατώ

στάση

fel kell adnom ezt, vagy magammal vihetem?

αυτό χρειάζεται να το περάσω μέσα ή μπορώ να το πάρω μαζί μου;

fel kell töltenem a telefonomat

πρέπει να φορτίσω το κινητό μου

fel kellene keresnie a fogászasszisztenst

θα χρειαστεί να κλείσετε ένα ραντεβού να δείτε τον υγιεινολόγο

elnézést (figyelemfelkeltésre, valaki kikerülésekor, vagy bocsánatkérésre használható)

με συγχωρείτε (χρησιμοποιείται για να τραβήξετε την προσοχή κάποιου, για να προσπεράσετε κάποιοιν, ή για να ζητήσετε συγγνώμη)

fellázít (→ ξεσηκώνομαι fellázad, felkel)

ξεσηκώνω

napfelkelte

ανατολή