Ungersk-Grekisk ordbok »

eszköz betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
eszköz

μέσο◼◼◼

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

εργαλείο◼◼◻

συσκευή◼◼◻

εξοπλισμός◼◼◻

ενεργητικό◼◼◻

πόροι◼◼◻

όργανο◼◼◻

έγγραφο◼◼◻

μέση◼◼◻

μέσος◼◻◻

μηχάνημα◼◻◻

πόρος◼◻◻

τέχνασμα◼◻◻

έμβλημα

ενεργούμενο

σκεύος

σύνεργο

υποχείριο

eszköztár

εργαλειοθήκη◼◼◼

eszközök

ηλεκτρονικός εξοπλισμός◼◼◼

δομικά υλικά◼◻◻

υλικό

υλισμικό

a cél szentesíti az eszközt

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

elektromos eszközgyártó-ipar

βιομηχανία (παραγωγής) ηλεκτρικών

evőeszköz

μαχαιροπήρουνα◼◼◼

evőeszközök

μαχαιροπήρουνα

fizetőeszköz

νόμισμα◼◼◼

μετρητά◼◼◻

(köz)gazdasági eszköz

οικονομικό μέσο

gazdálkodási eszköz

μέσο οικονομικής διαχείρισης

kommunikációs eszköz

μέσο(α) επικοινωνίας

környezetpolitikai eszköz

μέσο (άσκησης) περιβαλλοντικής πολιτικής

mezőgazdasági termelés eszköze

μέσα γεωργικής παραγωγής◼◼◼

mérőeszköz

συσκευή (όργανο) μέτρησης/μετρητής◼◼◼

politikai eszköz

μέσο (άσκησης) πολιτικής

pénzügyi eszköz

χρηματοδοτικό μέσο/χρηματοοικονομικός τίτλος

tömegtájékoztatási eszközök

μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ

van bármilyen folyadék vagy vágóeszköz a kézipoggyászában?

έχετε καθόλου υγρά ή αιχμηρά αντικείμενα στις χειραποσκευές σας;

12