Grekiska | Ungerska |
---|---|
όργανο | intézmény◼◼◼ testület◼◼◼ műszer◼◼◻ szervezet◼◼◻ eszköz◼◼◻ hangszer◼◻◻ szerszám◼◻◻ |
αισθητήριο όργανο | |
ανόργανο λίπασμα | |
ανόργανος | szervetlen◼◼◼ |
ανόργανος ρύπος | |
αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο | |
διοικητικό(ς) όργανο (φορέας) αρμόδιο(ς) για το περιβάλλον | |
διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμός | |
διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλον | |
ενόργανος | műszeres◼◼◼ |
μουσικό όργανο | hangszer◼◼◼ |
μουσικό όργανο (musikó órgano) | hangszer◼◼◼ |
παίζεις κανένα μουσικό όργανο; | |
παίζω ένα όργανο | |
συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης | |
συσκευή (όργανο) μέτρησης/μετρητής | mérőeszköz◼◼◼ |
το (μουσικό) όργανο |