Ungersk-Grekisk ordbok »

elv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
Azték nyelv

Ναχουάτλ γλώσσα

belváros

κέντρο◼◼◼

το κέντρο◼◼◻

πόλη◼◻◻

αγορά

belvárosi

κέντρο

belvíz

εσωτερικά ύδατα◼◼◼

ύδατα αποστράγγισης (αποχετεύσεων)

belvízi hajózás

εσωτερική ναυσιπλοΐα◼◼◼

belvízi halászat

αλιεία εσωτερικών υδάτων◼◼◼

egy csomagot szeretnék felvenni

ήρθα για να παραλάβω ένα πακέτο

együttműködési elv

αρχή της συνεργασίας◼◼◼

EK irányelv

οδηγία της ΕΚ◼◼◼

EK irányelv a biocidekről

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τα βιοκτόνα

EK irányelv a hulladék ártalmatlanításról

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων

EK irányelv a vízvédelemről

οδηγία της ΕΚ σχετικά με την προστασία των υδάτων

elfogadható napi felvétel

ημερήσια επιτρεπόμενη δόση

elővigyázatossági elv

αρχή της προφύλαξης◼◼◼

elront, elromlik, felvált

χαλ(ν)άω

emelvény

πλατφόρμα◼◼◼

εξέδρα◼◼◻

αποβάθρα

én nagyon élveztem az ittlétet

ευχαριστήθηκα πολύ τη διαμονή μου

értesültem róla, hogy elvetették a kérelmemet

πληροφορήθηκα ότι απορρίφθηκε η αίτησή μου

Eszperantó nyelv

Εσπεράντο

ez ... nyelvű

είναι στα ...

ezeket elviszem

θα τα πάρω

ezt elviszem

θα πάρω αυτό

θα το πάρω

feladószelvény

δελτίο αποστολής

felvág

καυχιέμαι

κομπάζω

υπερηφανεύομαι

felvágott

αλλαντικό

felvált

ανταλλαγή◼◼◼

διακοπή◼◼◼

(pénzt) χαλώ (-άω, -άσω)

felváltva

εναλλάξ◼◼◼

felvenni

να βάλω

να προσλάβω

2345