Ungersk-Grekisk ordbok »

elme betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
globális felmelegedés

παγκόσμια θέρμανση

σταδιακή αύξηση

φαινόμενο του θερμοκηπίου

gráfelmélet

θεωρία γράφων

halmazelmélet

θεωρία των συνόλων

Halmazelmélet

Θεωρία συνόλων

Hasfelmetsző Jack

Τζακ ο Αντεροβγάλτης

Húrelmélet

Θεωρία Χορδών

igen elmés, eszes, szellemdús

περιφρων

illedelmes

φρόνιμος (-η-ο)

ismeretelmélet

επιστημολογία

Játékelmélet

Θεωρία παιγνίων

jelmez

ενδυμασία

κοστούμι

φορεσιά

jövedelmez

αποδίδω

jövedelme

επικερδής◼◼◼

κερδοφόρος◼◼◻

αποδοτικός◼◻◻

προσοδοφόρος◼◻◻

jövedelmezőség

αποδοτικότητα◼◼◼

káoszelmélet

θεωρία του χάους

kelme

ύφασμα◼◼◼

kényelmes

άνετος◼◼◼

άνετος (-η-ο)◼◼◼

αναπαυτικός

βολικός

kényelmesen

άνετα◼◼◼

αναπαυτικά◼◼◻

kényelmesnek érzi?

σας είναι άνετα;

kérelmezés

αίτηση◼◼◼

εφαρμογή◼◼◻

χρήση◼◼◻

πρόγραμμα◼◻◻

követelmény

απαίτηση◼◼◼

αναγκαιότητα◼◻◻

αξίωση◼◻◻

προαπαιτούμενο◼◻◻

méhek védelme

διατήρηση (των) μελισσών

Pillangóhatás (elmélet)

Φαινόμενο της πεταλούδας

2345