Ungersk-Grekisk ordbok »

egész betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
kiegészít

ολοκληρώνω

συμπληρώνω

συμπληρώνω (-σω)

kiegészítés

συμπλήρωμα◼◼◼

συμπλήρωση◼◼◼

προσθήκη◼◼◻

παράρτημα◼◼◻

εκτέλεση◼◻◻

σχετικό συμπλήρωμα◼◻◻

πρόσθεση

συμπληρώνω

kiegészítő

επιπλέον◼◼◼

παράρτημα◼◼◼

πρόσθετος◼◼◼

συμπληρωματικός◼◼◻

συμπλήρωμα◼◼◻

εγγύηση◼◼◻

επέκταση◼◼◻

έκταση◼◼◻

βοηθητικός◼◻◻

αξεσουάρ◼◻◻

εξάρτημα◼◻◻

δευτερεύων◼◻◻

διόγκωση◼◻◻

επικουρικός◼◻◻

πλάτος◼◻◻

προέκταση◼◻◻

kiegészítő csomagolás

(επι)πρόσθετη συσκευασία

környezetegészségügy

περιβαλλοντική υγιεινή/υγιεινή του περιβάλλοντος

környezetegészségügy-védelem

υγειονομική προστασία του περιβάλλοντος

környezetegészségügyi hatásvizsgálat

αξιολόγηση των επιπτώσεων στην υγιεινή του περιβάλλοντος

környezetegészségügyi veszély

κίνδυνος για την περιβαλλοντική υγιεινή

közegészség

δημόσια υγεία◼◼◼

közegészségügyi berendezés

εγκατάσταση υγιεινής

megevett egy egész csirkét, ami nem is olyan könnyű

έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο

munkaegészség

επαγγελματική ιατρική/υγιεινή της εργασίας

munkaegészségügy

βιομηχανική ιατρική

υγειονομική περίθαλψη στους χώρους εργασίας

növényegészségügyi kezelés

φυτοϋγειονομική επεξεργασία◼◼◼

teljes, egész

ολόκληρος (-η-ο)

1234