Ungersk-Grekisk ordbok »

cső betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
katódsugárcső

καθοδικός σωλήνας◼◼◼

kipufogócső

εξάτμιση◼◼◼

kémcső

δοκιμαστικός σωλήνας◼◼◼

látcső

διόπτρες◼◼◼

κιάλια◼◼◼

légcső

τραχεία◼◼◼

lépcső

βαθμίδα◼◼◼

σκάλες◼◼◻

κλιμακοστάσιο◼◼◻

βήμα◼◼◻

ίχνος◼◻◻

κλίμακα◼◻◻

σκαλοπάτι◼◻◻

φάση◼◻◻

σκαλί◼◻◻

σκάλα

σκάλα (skála)

σκαλιά (τα)

η σκάλα, τα σκαλιά

lépcső, létra

σκάλα (η)

lépcsőfok

βαθμίδα◼◼◼

φάση◼◻◻

το σκαλοπάτι

lépcsőház

κλιμακοστάσιο◼◼◼

ο διάδρομος

σκάλα

lépcsősor

κλιμακοστάσιο

σκάλα

menj le a lépcsőn!

κατέβα τη σκάλα!

mozgólépcső

κυλιόμενες σκάλες◼◼◼

ne rohanj a lépcsőn!

μην τρέχεις στα σκαλιά!

nyelőcső

οισοφάγος◼◼◼

nyelőcsőgyulladás

οισοφαγίτιδα

rádiótávcső

ραδιοτηλεσκόπιο

szerelvény (gáz- vízcső)

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

távcső

διόπτρες◼◼◼

κιάλια◼◻◻

123