Ungersk-Grekisk ordbok »

cső betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
cső

σωλήνα◼◼◼

σωλήνας◼◼◼

αγωγός◼◻◻

λυχνία◼◻◻

σωληνάριο

αυλός

csőcselék

λεφούσι

σκυλολόι

στριμώχνω

όχλος

csőd

πτώχευση◼◼◼

αφερεγγυότητα◼◻◻

χρεωκοπία◼◻◻

η πτώχευση, η χρεοκοπία

csődbe ment a cég

χρεοκόπησε η εταιρεία

csődbiztos

αποδέκτης◼◼◼

csőr

ράμφος (rámfos)◼◼◼

csőtészta

κοφτό μακαρονάκι

csővezeték

σωληνώσεις◼◼◼

σωλήνωση◼◻◻

αγωγός/σωληνώσεις

csővégi technológia

τεχνολογία τερματικού σταθμού (επεξεργασίας λυμάτων)

belefújna ebbe a csőbe, kérem?

μπορείτε να φυσήξετε εδώ παρακαλω;

bölcső

λίκνο◼◼◼

κούνια

bölcsődal

νανούρισμα

bölcsőde

βρεφοκομείο

φυτώριο

csigalépcső

σπειροειδές κλιμακοστάσιο

dicsőség

δόξα

dicsőít

δοξάζω

εγκωμιάζω

εξυμνώ

επαινώ

fölmentem a lépcsőn

ανέβηκα τη σκάλα / τις σκάλες / τα σκαλιά

gégecső

αγωγός◼◼◼

húgycső

ουρήθρα◼◼◼

ουρήθρα (uríthra)◼◼◼

kacsacsőrű emlős

πλατύπους

πλατύπους (platypous)

12