Ungersk-Grekisk ordbok »

cél betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
acélgyár

χαλυβουργείο

acélipar

χαλυβουργία◼◼◼

acél

χαλυβουργείο◼◼◼

arcél

προφίλ

egyéni gazdasági vállalkozás célja

στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων

eltaláltam a célt (sikeresen)

πέτυχα το στόχο πετυχαίνω (πετύχω)

környezetminőségi célkitűzés

ποιοτικός στόχος για το περιβάλλον

közlekedés célállomása

προορισμός μεταφοράς

makrogazdasági cél

μακροοικονομικός στόχος

megcéloz

στόχος◼◼◼

σκοπός◼◻◻

mi a látogatásának célja?

ποιός είναι ο σκοπός αυτής της επίσκεψης;

minőségi célkitűzés

ποιοτικός στόχος◼◼◼

nem célzott szervezet

μη στοχευόμενος οργανισμός

nem-lakáscélú épület

κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία

nem értettem, mire céloztál

δεν κατάλαβα τι υπονοούσες

páncél

θωράκιση

οπλισμός

πανοπλία

páncélos állat

οστρακόδερο

páncélos állat/rákfélék

οστρακόδερο

páncéloz

πανοπλία

páncélszekrény

ασφαλής

χρηματοκιβώτιο

páncélzat

θωράκιση◼◼◼

rozsdamentes acél

ανοξείδωτος χάλυβας◼◼◼

ανοξείδωτο ατσάλι◼◼◻

vas- és acélipar

βιομηχανία σιδήρου και άνθρακα/ανθρακοσιδηροβιομηχανία

úti cél

προορισμός

123