Ungersk-Grekisk ordbok »

bor betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
dombor

ανάγλυφο

ανακούφιση

domború

κυρτός

domborulat

ανάγλυφο◼◼◼

domborzat

ανάγλυφο◼◼◼

domborzat (föld)

ανάγλυφο του εδάφους◼◼◼

égiháború

θύελλα

καταιγίδα

φουρτούνα

előbőr

ακροβυστία

πόσθη

első világháború

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

fehérbor

λευκό◼◼◼

felháborító

σοκαριστικός

φρικαλέος

felháborodik

αγανακτώ (-ήσω), εξοργίζομαι (-στώ)

földalatti börtön

μπουντρούμι

forralt bor

γκλουβάιν

bor

Γαβριήλ

bor arkangyal

Αρχάγγελος Γαβριήλ

Gaborone

Γκαμπορόνε◼◼◼

GIS laboratórium

εργαστήριο GIS

borgás

ταραχή

ború

πόλεμος (pólemos)◼◼◼

πόλεμος (ο)◼◼◼

ο πόλεμος◼◻◻

μάχη

ború

Πόλεμος◼◼◼

borúellenes

αντιπολεμικός (-ή-ό)

borúk

Πόλεμος

borús anyagok ártalmatlanítása

διάθεση (απόρριψη) πολεμικού υλικού

borús bűn

έγκλημα πολέμου

borús uszító

πολεμοκάπηλος

habzóbor

ανθρακούχο κρασί

Harmincéves háború

Τριακονταετής Πόλεμος

hátborzongató

αλλόκοτος

Hétéves háború

Επταετής Πόλεμος

hidegháború

Ψυχρός πόλεμος

ψυχρός πόλεμος

ψυχρός πόλεμος (psychrós pólemos)

5678

Sökhistorik