Ungersk-Grekisk ordbok »

bor betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
borúlátás

πεσιμισμός

borzalmas

απαίσια (απαίσιο)

απαίσιος

απεχθής

σοκαριστικός

τρομερός

φρικτός

borzalom

φρίκη

borzasztó

απαίσιος

απεχθής

δεινός

εξωφρενικός

καταστροφικός

σοκαριστικός

τρομερός

φοβερός

φρικτός

borzongás

ανατριχίλα

ρίγος

a ház bora jó lesz

βαρελίσιο / χύμα είναι μια χαρά

Aalborg

Άλμπορκ

abortusz

άμβλωση◼◼◼

αποβολή◼◼◼

έκτρωση

εξάμβλωμα

almabor

μηλίτης◼◼◼

μηλόκρασο◼◻◻

altábornagy

αντιστράτηγος◼◼◼

αντιπτέραρχος◼◻◻

Amerikai polgárháború

Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος

arborétum

δενδροκομείο

Balkán-háború

Βαλκανικοί πόλεμοι

beborít

τρίχωμα◼◼◼

στρώση◼◻◻

επίχρισμα◼◻◻

επικάλυμμα

καλύπτω

bebörtönöz

φυλακίζω

bor

πορφυρό◼◼◼

μοβ◼◻◻

3456