Ungersk-Grekisk ordbok »

bor betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
borotvál (→ ξυρίζομαι borotválkozik)

ξυρίζω

borotválás

ξύρισμα◼◼◼

borotválkozás

ξύρισμα◼◼◼

borotválkozás utáni arcszesz

άφτερ-σειβ

borotválkozik

ξυρίζομαι (-στώ)

ξυρίζω

ξύρισμα

borotvapamacs

βούρτσα ξυρίσματος

borotvapenge

λεπίδα ξυραφιού

ξυραφάκι

borozgat

κρασί

borozó

καπηλειό

bőrrák

μελάνωμα

borravaló

αιχμή

μπαξίσι

το φιλοδώρημα, το πουρμπουάρ

φακελάκι

bors

πιπέρι (το)◼◼◼

πιπεριά◼◻◻

πιπερώνω

borscs

μπορς

borsikafű

θρούμπι◼◼◼

borsmenta

μέντα◼◼◼

borsmustár

ρόκα◼◼◼

bor

μπιζέλια◼◼◼

ρεβίθι◼◻◻

αρακάς◼◻◻

μπιζέλι◼◻◻

ρεβιθιά

bőrszárazság

ξηροδερμία◼◼◼

bőrszín

χρώμα◼◼◼

bortermelés

αμπελουργία◼◼◼

börtön

φυλακή◼◼◼

φυλάκιση◼◻◻

κάθειρξη◼◻◻

δεσμωτήριο

η φυλακή

φρέσκο

börtönökre vonatkozó törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τα σωφρονιστικά καταστήματα

borúlátás

απαισιοδοξία

2345