Ungersk-Grekisk ordbok »

alap betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
alapvető

βασικός◼◼◼

κύριος◼◼◻

ουσιαστικός◼◼◻

θεμέλιο◼◻◻

alapvető élelmiszer

βασική τροφή

alapvető élelmiszer követelmény

απαιτούμενες βασικές τροφές

alapvető kölcsönhatások

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

alapvetően

basically

βασικά

ουσιαστικά

στοιχειωδώς

συνοπτικά

alapvonal

βάση◼◼◼

(+ birtokos eset) alapján

βάσει

acsalapu

πετασίτης◼◼◼

Európai Pénzügyi Alap

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο

fakalapács

ματσόλα

felhőalapú számítástechnika

νεφοϋπολογιστική

υπολογιστικό νέφος

Globális Környezeti Alap

Διεθνές Ταμείο για το Περιβάλλον (ΔΤΠ)

igazságtalan, alaptalan

άδικος (-η-ο)

intervenciós alap

ταμείο παρέμβασης◼◼◼

jogalap

νομική βάση◼◼◼

τίτλος◼◻◻

ισχυρισμός◼◻◻

αξίωση

kalap

καπέλο◼◼◼

καπέλο (kapélo)◼◼◼

καπέλλο

πίλος

πίλος (pílos)

kalapács

σφυρί (sfyrí)◼◼◼

σφύρα◼◻◻

το σφυρί◼◻◻

kérjük kapcsolják be biztonsági öveiket és állítsák vissza az ülést alaphelyzetbe

παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας και επιστρέψτε το κάθισμά σας στην όρθια θέση

környezetvédelmi alap

ταμείο περιβάλλοντος◼◼◼

kőtörő kalapács

βαριά

légkalapács

κομπρεσέρ

megalapít

θεμελιώνω

megalapítás

ίδρυση◼◼◼

1234