Ungersk-Grekisk ordbok »

űr betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
sűrítmény

πουρές◼◻◻

sűrítés

συμπίεση◼◼◼

sűrű

πυκνός◼◼◼

πηχτός

sűrűség

πυκνότητα◼◼◼

πυκνότητα/ειδικό βάρος

tésztaszűrő

σουρωτήρι

tűr

υποφέρω

valkűr

Βαλκυρία

Valkűr

Βαλκυρίες

világűr

διάστημα◼◼◼

διάστημα (διαπλανητικός χώρος)◼◼◼

világűr (bolygóközi)

διάστημα (διαπλανητικός χώρος)◼◼◼

χώρος

zsűri

επιτροπή◼◼◼

zűrzavar

σύγχυση◼◼◼

αποδιοργάνωση

αταξία

μπέρδεμα

παραζάλη

συνονθύλευμα

χάος

123