Ungersk-Grekisk ordbok »

űr betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fűrész

πριονίζω

fűrészel

πριονίζω

πριόνι

fűrészpor

ροκανίδι◼◼◼

gyűrődés

πτυχή◼◼◼

gyűrű

δακτύλιος◼◼◼

δαχτυλίδι (dactylídi)◼◻◻

το δαχτυλίδι

Gyűrű (matematika)

Δακτύλιος (άλγεβρα)◼◼◼

gyűrűs

κυκλικός◼◼◼

gyűrűs féreg

αννελίδες

gyűrűsujj

παράμεσος◼◼◼

δάχτυλο◼◻◻

hangszűrő

ακουστικό φίλτρο

hengerűrtartalom

κυβισμός◼◼◼

jegygyűrű

η βέρα

kaphatok egy kulcsgyűrűt?

θα μπορούσα να έχω ένα μπρελόκ;

képszűrés

διήθηση εικόνας

kísérő gyűrű / jegygyűrű

δαχτυλίδι αρραβώνων

Kűrium

Κιούριο◼◼◼

lakássűrűség

πυκνότητα κατοίκησης (στέγασης)

leszűr

σουρώνω

láncfűrész

αλυσοπρίονο◼◼◼

lárma, zűrzavar

φασαρία (η)

légszűrő

φίλτρο αέρα◼◼◼

mikroszűrés

μικροδιήθηση◼◼◼

műremek

αριστούργημα

pedikűr

πεντικιούρ

szűr

φίλτρο◼◼◼

szűrés

διήθηση◼◼◼

szűrő

ηθμός◼◼◼

κόσκινο◼◼◼

διηθητικός◼◻◻

σουρωτήρι◼◻◻

στραγγιστήρι

φίλτρο/ηθμός

φιλτράρω

sűrítmény

συμπύκνωμα◼◼◼

εκχύλισμα◼◻◻

πουρές◼◻◻

123