Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
μολύνω▼
λοίμωξη▼◼◼◼
η λοίμωξη▼◼◼◻
λοιμός▼
μόλυνση/λοίμωξη▼
μολυσμένο▼◼◼◼
επικοινωνήσιμος▼
λοιμώδης-ης-ες▼
μεταδοτικός▼
μολυσματική (λοιμώδης) νόσος/λοιμώδες νόσημα▼
μόλυνση▼◼◼◼
λοίμωξη▼◼◼◻
βράζω▼
βραστό▼◼◼◼
μάγειρας▼
μαγειρεύω (-ψω)▼
παρασκευάζω▼
ψήνομαι▼
μποξεράκι▼
βράσιμο▼◼◼◼
μαγειρική▼◼◻◻
κουζίνα▼◼◼◼
αέριο▼◼◼◼
ψητά φασόλια▼
νικώ▼
νικώ (-άω, -ήσω)▼
η νίκη▼
νίκη▼
νίκη (níke)▼
νικητής▼◼◼◼
νικήτρια▼
νικηφόρος▼
ο νικητής (η νικήτρια)▼
ατμός▼◼◼◼
αχνίζω▼
αχνός▼
γενναίος▼
υδρατμός▼
ατμογεννήτρια▼◼◼◼
«<123>↑