Ungersk-Grekisk ordbok »

ülés betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
repülés

αεροπλοΐα◼◻◻

πέταγμα

repülési jogszabályok

αεροπορικό δίκαιο

sebesülés

τραύμα

szédülés

ζάλη◼◼◼

ίλιγγος◼◼◻

ζαλάδα

szülés

τοκετός◼◼◼

τοκετός (toketós)◼◼◼

γέννηση◼◼◻

γέννα◼◻◻

γέννα (génna)◼◻◻

εργατικό δυναμικό◼◻◻

szülési szabadságon van

είναι σε άδεια εγκυμοσύνης

szülészet

μαιευτική◼◼◼

szülésznő

μαία◼◼◼

μαία (maía)◼◼◼

μαμή

μαμμή

μαμμή (mammí)

sérülés

τραυματισμός◼◼◼

ζημία◼◼◼

ζημιά◼◼◻

ζημία '(zēmía)'

település

συμφωνία◼◼◼

οικισμός◼◼◻

διευθέτηση◼◼◻

καθίζηση◼◻◻

μεταγραφή◼◻◻

συνοικία◼◻◻

διακανονισμός

települési hulladék

δημοτικά (αστικά) απορρίμματα (απόβλητα)

települési vízelosztórendszer

δημοτικό σύστημα υδροδότησης

települési vízgazdálkodás

δημοτική διαχείριση υδάτων/διαχείριση υδάτων

utasülés

κάθισμα συνεπιβάτη

veszélyre való felkészülés

πρόληψη κινδύνου

zendülés

ανταρσία◼◼◼

στάση

áttelepülés

επανεγκατάσταση◼◼◼

önbecsülés

αυτοεκτίμηση◼◼◼

1234