Ungersk-Grekisk ordbok »

öv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
dalszöveg

γράμμα

κείμενο

στίχοι

demográfiai növekedés

δημογραφική τάση

dugvány (növényszaporítás)

μόσχευμα (φυτικός πολλαπλασιασμός)◼◼◼

Délkelet-Ázsiai Nemzetek Szövetsége

ASEAN

Ένωση Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας

Délkelet-ázsiai Nemzetek Szövetsége

Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας

egy pillanat és jövök

θα είμαι μαζί σας σε μια στιγμή

eljövetel

έλευση

elkövet

διαπράττω (-ξω)

elkövetkező

εξής

elkövetés

διάπραξη◼◼◼

elkövető

δράστης (ο)◼◼◼

elég rövidre

αρκετά κοντά

előkövetelmény

προαπαιτούμενο◼◼◼

elővásárlási övezet

περιοχή προτιμησιακής αγοράς

faiskola (növénytermesztés)

φυτώριο◼◼◼

fűevők/növényevők

φυτοφάγος

gazdasági növekedés

οικονομική μεγέθυνση◼◼◼

gyalogos övezet

ζώνη κυκλοφορίας πεζών

gyantás növény

ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό

gyógynövény

βότανο◼◼◼

μυρωδικό

φαρμακευτικό φυτό

χόρτο

Gázai övezet

Λωρίδα της Γάζας (Lorída tis gázas)◼◼◼

Hanza-szövetség

Τευτονική Χάνσα

hiperszöveg

υπερκείμενο

Hiperszöveg

Υπερκείμενο

homoktövis

ιπποφαές◼◼◼

igény/kereslet/követelés

αξίωση

απαίτηση

ζήτηση

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

ipari növény

βιομηχανική καλλιέργεια

ipari övezet meghatározás

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

iparinövény (szervezet)

βιομηχανικό φυτό (οργανισμός)

βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]

jogi szöveg

νομικό κείμενο◼◼◼

123