Ungersk-Grekisk ordbok »

óra betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
óra

ώρα◼◼◼

ώρα (óra)◼◼◼

χρόνος◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

θέση◼◻◻

είδος◼◻◻

τάξη◼◻◻

μέτρο◼◻◻

εργασία◼◻◻

μαθήματα◼◻◻

κλάση◼◻◻

σειρά◼◻◻

η ώρα◼◻◻

ωρολόγιο◼◻◻

άσκηση◼◻◻

σκοπός◼◻◻

μάθημα◼◻◻

εκκρεμές

Óra (eszköz)

Ρολόι◼◼◼

Óra (időegység)

Ώρα◼◼◼

órabér

ωρομίσθιο◼◼◼

óramutató járásával megegyező irányban

κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού◼◼◼

8 óra körül

γύρω στις 8

a szabálytalanul parkoló autóra kerékbilincset teszünk

τα όχηματα θα στερεώνονται / ακινητοποιούνται

amennyiben egyéb információra van szüksége, kérem, forduljon hozzám bizalommal.

εαν θα θέλατε περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

amfóra

αμφορέας

amperóra

αμπερώριο◼◼◼

autóvezetői óra

μάθημα οδήγησης

az az óra egy kicsit ...

αυτό το ρολόι πάει λίγο ...

bórax

βόρακας◼◼◼

diaszpóra

διασπορά◼◼◼

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

egy óra alatt

(μέσα) σε μία ώρα, (vmi ideje alatt) κατά τη διάρκεια (+ birtokos eset)

egy óra hatvan percből áll

μία ώρα αποτελείται από εξήντα λεπτά

egy órakkor

στη μία,

egy órakor

στη μία

egy órán belül vagy egy óra múlva

σε μία ώρα

Eleonóra

Ελεονώρα

flóra

χλωρίδα◼◼◼

hajóra szállni

να επιβιβάσει

12