Grekiska | Ungerska |
---|---|
χρόνος | óra◼◼◼ időszak◼◼◼ dátum◼◼◻ pillanat◼◼◻ míg◼◼◻ ameddig◼◻◻ alkalom◼◻◻ miközben◼◻◻ jóllehet◼◻◻ kor◼◻◻ térfogat◼◻◻ |
χρόνος (chrónos) | idő◼◼◼ |
χρόνος (ο) | |
χρόνος (ο) (tsz: -ια/-οι) | év◼◼◼ |
χρόνος υποδιπλασιασμού/ημιζωή/ημίσεια ζωή | |
χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα | |
είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο | |
ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος | |
ο χρόνος, (időjárás is) ο καιρός | idő◼◼◼ |
ο χρόνος είναι χρήμα |