Ungersk-Grekisk ordbok »

érv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
ismérv

κριτήριο◼◼◼

jogérvényesítés

επιβολή του νόμου◼◼◼

kérvény

αίτηση◼◼◼

η αίτηση◼◼◻

χρήση◼◻◻

εφαρμογή◼◻◻

ικεσία

környezeti jog érvényesítése

εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου

lemond, érvénytelenít

ακυρώνω

mérvadó

αποφασιστικός◼◼◼

sérv

κήλη◼◼◼

van érvényes vezetői engedélye?

έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει;

végérvényes

οριστικός◼◼◼

τελειωτικός

12